μπάντζο

μπάντζο
Μουσικό όργανο αφρικανικής προέλευσης. Είναι ένα είδος κιθάρας ή μαντολίνου, του οποίου το ηχείο σκεπάζεται με δέρμα. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην παραδοσιακή μουσική των ΗΠΑ, και κυρίως στη μουσική country. Το μπάντζο είναι έγχορδο μουσικό όργανο αφρικανικής προέλευσης.
* * *
το
έγχορδο μουσικό όργανο τής τζαζ με 4, 5, ή 6 χορδές, που έχει στρογγυλό ηχείο καλυμμένο με δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. banjo, πιθ. αφρικανικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… …   Dictionary of Greek

  • Λένον, Τζον — (John Winston Lennon, Λίβερπουλ 1940 – Νέα Υόρκη 1980). Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής της ποπ μουσικής. Ο Λ. μεγάλωσε με τους θείους του σε μια εργατική γειτονιά του Λίβερπουλ. Το 1956 ξεκίνησε να παίζει μπάντζο, ενώ σύντομα άρχισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”